- μελαγκευθής
- μελαγ-κευθής, ές,A shrouded in gloom,
εἴδωλον B. Fr.25
; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom,νέφος Id.3.55
(prob.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴδωλον B. Fr.25
; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom,νέφος Id.3.55
(prob.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… … Dictionary of Greek
μελαγκευθές — μελαγκευθής shrouded in gloom masc/fem voc sg μελαγκευθής shrouded in gloom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek